φαλτσαριστός

φαλτσαριστός
-ή, -ό, Ν [φαλτσάρω]
(κυρίως στο ποδόσφ.) αυτός που γίνεται με φάλτσο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαλτσαριστός — ή, ό αυτός που έχει φαλτσαρίσματα (βλ. λ.): Φαλτσαριστό σουτ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”